θέλγῃ

θέλγῃ
θέλγω
enchant
pres subj mp 2nd sg
θέλγω
enchant
pres ind mp 2nd sg
θέλγω
enchant
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόλλητρα — κόλλητρα, τὰ (Α) η αμοιβή για τη συγκόλληση μεταλλικών αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κολλη (πρβλ. ε κόλλη σα, αόρ. τού κολλῶ) + επίθημα τρον (πρβλ. θέλγη τρον, κίνη τρον)] …   Dictionary of Greek

  • κόσμητρον — κόσμητρον, τὸ (Α) σάρωθρο, σκούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. κοσμη (πρβλ. ἐ κόσμη σα, αόρ. τού κοσμῶ) + επίθημα τρον (πρβλ. θέλγη τρον, φόβη τρον)] …   Dictionary of Greek

  • φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό …   Dictionary of Greek

  • φόβητρο — το / φόβητρον, ΝΜΑ 1. πράγμα, μέσο που προκαλεί φόβο, σκιάχτρο νεοελλ. συνεκδ. δύσμορφος άνθρωπος, τέρας, έκτρωμα αρχ. φρ. «Τισιφόνης τὰ φόβητρα» πιθ. τα τραγικά προσωπεία τών Ερινυών (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + επίθημα τρο(ν) (πρβλ. θέλγη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”